Οι επιλογές του σήμερα θα προκρίνουν την κατάσταση της υγείας μας πολύ αργότερα κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Το αν θα γεράσουμε καλά εξαρτάται τόσο από τα τρόφιμα που καταναλώνουμε αλλά και από το πόσο συχνά κινούμαστε. Όσο δελεαστικό κι αν φαίνεται να μας ρουφήξει ο καναπές -μιας και οι επιλογές ταινιών και σειρών πλέον είναι άπειρες- νεότερη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο JAMA Network Open, συνιστά να ελαττώσουμε τον χρόνο αυτό, με στόχο την υγιή γήρανση.
Η διαχρονική μελέτη που κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα εξέτασε δεδομένα 20 ετών που αφορούσαν σε περισσότερα από 45.000 άτομα, ηλικίας 50 ετών το 1992 και χωρίς να πάσχουν από κάποια χρόνια ασθένεια, όταν συμμετείχαν στη μελέτη.
Οι ερευνητές κατέγραψαν τις συνήθειες του τρόπου ζωής, όπως ο χρόνος που περνούσαν καθισμένοι στη δουλειά, στο σπίτι και παρακολουθώντας τηλεόραση, καθώς και τις ώρες που περνούσαν όρθιοι ή περπατώντας στο σπίτι ή στη δουλειά. Όλα αυτά τα δεδομένα συγκρίθηκαν με πληροφορίες σχετικά με το πόσο υγιώς (ή όχι) είχαν γεράσει με την πάροδο του χρόνου.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε ώρα τηλεοπτικού χρόνου που αντικαταστάθηκε από έστω και «ελαφριά» σωματική δραστηριότητα στο σπίτι -για παράδειγμα, με δουλειές του σπιτιού- αύξησε τις πιθανότητες ενός ατόμου να ζήσει μέχρι τα 70 του χρόνια ή και περισσότερο κατά 8%. Αντίστοιχα, όταν στη θέση του επιλέχθηκε η μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα, όπως η γυμναστική, οι πιθανότητες υγιούς γήρανσης αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο και συγκεκριμένακατά 28%. Ακόμα και οι άνθρωποι που κοιμόντουσαν λιγότερο από 7 ώρες παρουσίαζαν σημαντικό όφελος στην υγιή γήρανση, εάν ξεκουράζονταν μια επιπλέον ώρα το βράδυ, στη θέση της μιας επιπλέον ώρας παρακολούθησης.
Ο Δρ Andrew Freeman, διευθυντής καρδιαγγειακής πρόληψης και ευεξίας στο National Jewish Health στο Ντένβερ, δήλωσε ότι η παρακολούθηση τηλεόρασης φαίνεται να είναι μια ιδιαίτερα ανθυγιεινή συνήθεια, όχι όμως μόνο επειδή δεν υπάρχει κίνηση: «Όταν συνήθως παρακολουθούμε κάτι στην τηλεόραση, αυτό συνοδεύεται και από άλλες παραμέτρους που επιβαρύνουν την υγεία, όπως η κατανάλωση πρόχειρου φαγητού και η έλλειψη σύνδεσης με τους άλλους» σημείωσε ο Δρ Freeman, ο οποίος δε συμμετείχε στη μελέτη.