Γράφει η ‘Αννα Σταυράκη
Η ψωρίαση, η νόσος που μέχρι τώρα δεν αντιμετωπίζεται ριζικά και άμεσα φαίνεται ότι μπορεί να τιθασευθεί μέσα από την δραστική ουσία ουστεκινουμάμπη η πλέον δυναμική ανάμεσα στις βιολογικές θεραπείες. Η πρόσφατη ανάλυση της μελέτης PSOLAR.
Η ψωρίαση, μια χρόνια, αυτοάνοση νόσος του δέρματος, επηρεάζει 125 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων 14 εκατομμυρίων περίπου Ευρωπαίων. Η ψωρίαση κατά πλάκας εμφανίζεται ως κόκκινο ή ερεθισμένο δέρμα που καλύπτεται με αργυρόχρωα λέπια. Οι αλλοιώσεις αυτές του δέρματος χαρακτηρίζονται ως πλάκες και μπορούν να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Οι πλάκες μπορεί να εμφανίζουν ευαισθησία ή να αιμορραγούν. Τα συμπτώματα της νόσου μπορεί να κυμαίνονται από ήπια έως μέτρια, σοβαρά ή πολύ σοβαρά. Εκτιμάται ότι περίπου το 3% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει με ψωρίαση και σχεδόν το ένα τέταρτο από αυτούς τους ανθρώπους θεωρούνται μέτριες έως σοβαρές περιπτώσεις.
«Είναι πολύ σημαντικό να βρεθεί μια ασφαλής θεραπεία που να μπορούν οι ασθενείς να τη λαμβάνουν μακροχρόνια όταν πάσχουν εφ’ όρου ζωής από μία νόσο όπως η ψωρίαση, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς τις πιθανές συνέπειες από τη διακοπή ή την αλλαγή της θεραπείας», δήλωσε ο Alan Menter, MD, Διευθυντής στο Τμήμα Δερματολογίας του Baylor University Medical Center και επικεφαλής της έρευνας. «Η συγκεκριμένη ανάλυση του μητρώου PSOLAR έδειξε μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στη θεραπεία και χαμηλότερα ποσοστά διακοπής με την ουστεκινουμάμπη σε σύγκριση με τους anti-TNF παράγοντες».
Η μελέτη PSOLAR (Psoriasis LongitudinalAssessment and Registry) είναι μία μελέτη παρατήρησης σε βάθος χρόνου με σκοπό την αξιολόγηση της ασφάλειας και της κλινικής έκβασης σε ασθενείς με ψωρίαση που λαμβάνουν ή είναι υποψήφιοι για θεραπεία με ουστεκινουμάμπη, ινφλιξιμάμπη, ανταλιμουμάμπη ετανερσέπτη ή άλλους συμβατικούς συστηματικούς παράγοντες.
Η παραμονή των ασθενών στη θεραπεία, μέχρι την διακοπή ή αλλαγή της, εκτιμήθηκε με ανάλυση Kaplan–Meier (KM), ενώ η σύγκριση του χρόνου διακοπής ή αλλαγής της ουστεκινουμάμπης με το χρόνο διακοπής ή αλλαγής των ινφλιξιμάμπη, ανταλιμουμάμπη ετανερσέπτη έγινε με το μοντέλο παλινδρόμησης του Cox (αναλογική παλινδρόμηση κινδύνου).
Προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα σφάλματος που σχετίζεται με την έκθεση των ασθενών σε προηγούμενες θεραπείες, πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστές αναλύσεις για τη θεραπεία:
· πρώτης γραμμής (πρωτοθεραπευόμενοι με βιολογικά φάρμακα ασθενείς, δηλαδή λήψη βιολογικού φαρμάκου για πρώτη φορά, με την έναρξη να συμβαίνει στη μελέτη)
· δεύτερης γραμμής (έναρξη δεύτερου βιολογικού φαρμάκου, με την έναρξη να συμβαίνει στη μελέτη) και
· τρίτης γραμμής (έναρξη τρίτου βιολογικού φαρμάκου, με την έναρξη να συμβαίνει στη μελέτη).
Οι περισσότεροι ασθενείς έλαβαν θεραπεία με ουστεκινουμάμπη σε σχέση με εκείνους που έλαβαν ανταλιμουμάμπη, ετανερσέπτη ή ινφλιξιμάμπη. Ανάμεσα στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία πρώτης γραμμής, εκείνοι που πήραν ουστεκινουμάμπη κατέγραψαν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη παραμονή στη θεραπεία έναντι εκείνων που έλαβαν άλλα βιολογικά φάρμακα. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και στις ομάδες ασθενών που έλαβαν δεύτερης ή τρίτης γραμμής θεραπεία, καθώς η ουστεκινουμάμπη εμφάνισε μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στη θεραπεία και μικρότερα ποσοστά διακοπής έναντι των άλλων βιολογικών. Οι λόγοι διακοπής ή αλλαγής θεραπείας ήταν παρόμοιοι και για τα τέσσερα φάρμακα.