Το ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine (NEJM) δημοσίευσε πιλοτικά δεδομένα από δύο κλινικές μελέτες που αξιολογούν το cemiplimab στο προχωρημένο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος (CSCC). Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν επίσης στο ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO). Το προχωρημένο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος, η πιο θανατηφόρα μη-μελανωματική μορφή καρκίνου του δέρματος, αφορά ασθενείς με μεταστατικό ή τοπικά προχωρημένο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος, οι οποίοι δεν εχουν κριθεί κατάλληλοι για χειρουργική επέμβαση. Επί του παρόντος, δεν υπάρχει εγκεκριμένη θεραπεία για αυτούς τους ασθενείς. Το Cemiplimab είναι ένα υπό έρευνα ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα που στοχεύει τον αναστολέα σημείων ελέγχου προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου PD-1 (programmed cell death protein 1).
“Τα ισχυρά αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν με το cemiplimab είναι αξιοσημείωτα δεδομένου ότι το προχωρημένο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος αποτελεί μία ιδιαίτερα σοβαρή νόσο για την οποία δεν υπάρχουν σήμερα εγκεκριμένες θεραπείες από τη στιγμή που η χειρουργική επέμβαση έχει αποκλειστεί ως θεραπευτική επιλογή,” δήλωσε ο Michael R. Migden, M.D., ένας εκ των κύριων συγγραφέων και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Δερματολογίας και στο Τμήμα Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου στο Αντικαρκινικό Κέντρο MD Anderson του Πανεπιστημίου του Τέξας. “Οι όγκοι αυτοί των ασθενών με μεταστατικό και τοπικά προχωρημένο καρκίνωμα παρουσίασαν ανταπόκριση στο cemiplimab, με τα αποτελέσματα να κρίνονται ως κλινικά σημαντικά και να παραμένουν σταθερά στις κλινικές μελέτες Φάσης 1 και Φάσης 2.”
Οι πιλοτικές μελέτες στο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος αποτελούν τη μεγαλύτερη προοπτική καταγραφή δεδομένων για αυτόν τον τύπο προχωρημένου καρκίνου
Τα δεδομένα που δημοσιεύτηκαν στο ιατρικό περιοδικό NEJM και/ή παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO), και τα οποία επιβεβαιώθηκαν από ανεξάρτητο κεντρικό έλεγχο, περιλαμβάνουν:
- Φάσης 2 κλινική μελέτη EMPOWER-CSCC-1:
o Οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με Cemiplimab παρουσίασαν ποσοστό ανταπόκρισης 47,5% (28 στους 59 ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων 4 με πλήρη ανταπόκριση και 24 με μερική ανταπόκριση) με διάμεσο παρατηρούμενο χρόνο ανταπόκρισης τους 2 μήνες μέχρι την ημερομηνία cut off. Το ποσοστό ελέγχου της νόσου (Diseae Control Rate, DCR) ήταν 61% (36 στους 59 ασθενείς) και ορίστηκε ως το ποσοστό των ασθενών που δεν εμφάνισαν εξέλιξη της νόσου για διάστημα τουλάχιστον 105 ημερών.
- Η διάμεση διάρκεια ανταπόκρισης (Duration of Response, DOR), η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου και η διάμεση συνολική επιβίωση είχαν πρσεγγιστεί κατά την cut off ημερομηνία (διάμεσος χρόνος παρακολούθησης για όλους τους ασθενείς: 8 μήνες). Από το σύνολο των ασθενών που παρουσίασαν ανταπόκριση, το 82% συνέχισε να παρουσιάζει ανταπόκριση και συνέχισε τη θεραπεία με cemiplimab. Η εκτιμώμενη πιθανότητα χωρίς εξέλιξη της νόσου στους 12 μήνες ήταν 52,5% και η εκτιμώμενη πιθανότητα επιβίωσης στους 12 μήνες ήταν 81%.
- Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη θεραπεία ήταν διάρροια (27%), κόπωση (24%), ναυτία (17%), δυσκοιλιότητα και εξάνθημα (15% η καθεμία). Ανεπιθύμητες ενέργειες βαθμού 3 ή υψηλότερου, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, παρατηρήθηκαν σε 25 ασθενείς (42%), για επτά από τους οποίους (12%) οι εμφανιζόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες συσχετίστηκαν με τη θεραπεία. Τρεις ασθενείς (5%) εμφάνισαν ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες οδήγησαν στον θάνατο. Εντούτοις, καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν συσχετίστηκε με τη θεραπεία.
- Τα δεδομένα προέρχονται από 59 ασθενείς με μεταστατικό πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος οι οποίοι έλαβαν cemiplimab (3 mg/kg κάθε 2 εβδομάδες) για διάστημα έως και 96 εβδομάδων.
- Ομάδες επέκτασης κλινικής μελέτης Φάσης 1 στο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος:
- Οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με Cemiplimab παρουσίασαν ποσοστό ανταπόκρισης 50% (13 στους 26 ασθενείς, εκ των οποίων όλοι παρουσίασαν μερική ανταπόκριση) με διάμεσο παρατηρούμενο χρόνο ανταπόκρισης ως 2 μήνες κατά την cut off ημερομηνία. Το ποσοστό ελέγχου της νόσου (DCR) ήταν 65% (17 στους 26 ασθενείς). Η διάμεση διάρκεια ανταπόκρισης (DOR) δεν επιτεύχθηκε είχε προσεγγιστεί μέχρι την ημερομηνία cut off (διάμεσος χρόνος παρακολούθησης για όλους τους ασθενείς: 11 μήνες). Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη θεραπεία, ανεξαρτήτως βαθμού, ήταν κόπωση (27%), δυσκοιλιότητα, απώλεια όρεξης, διάρροια, υπερασβεστιαιμία, υποφωσφαταιμία, ναυτία και λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος (15% η καθεμία). Ανεπιθύμητες ενέργειες βαθμού 3 ή υψηλότερου, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, παρατηρήθηκαν σε 12 ασθενείς (46%), για πέντε από τους οποίους (19%) οι εμφανιζόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες συσχετίστηκαν με τη θεραπεία. Δύο ασθενείς (8%) εμφάνισαν ανεπιθύμητες ενέργειες που συσχετίστηκαν με τη θεραπεία και οδήγησαν σε διακοπή της θεραπείας.
- Τα δεδομένα προέρχονται από 26 ασθενείς με προχωρημένο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος οι οποίοι συμμετείχαν σε δύο ομάδες επέκτασης μιας κλινικής μελέτης Φάσης 1 και έλαβαν cemiplimab (3 mg/kg κάθε 2 εβδομάδες) για διάστημα έως και 48 εβδομάδων. Οι ασθενείς έπασχαν είτε από μεταστατικό πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος είτε από τοπικά προχωρημένο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος και δεν είχαν κριθεί κατάλληλοι για χειρουργική επέμβαση.
Αυτά τα ευρήματα συμπεριλήφθηκαν στο σύνολο δεδομένων που χρησιμοποιήθηκε για την κατάθεση αιτήσεων προς τις ρυθμιστικές αρχές για την έγκριση του cemiplimab ως δυνητικής θεραπείας για το προχωρημένο πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος. Οι αιτήσεις έχουν ήδη γίνει αποδεκτές προς εξέταση κατά προτεραιότητα από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ και προς εξέταση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA). Η καταληκτική ημερομηνία αξιολόγησης του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) είναι η 28η Οκτωβρίου, 2018, ενώ η διαδικασία αξιολόγησης από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) αναμένεται να ολοκληρωθεί στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2019. Παράλληλα, εξετάζεται η υποβολή πρόσθετων αιτήσεων για έγκριση προς τις ρυθμιστικές αρχές άλλων χωρών στη διάρκεια του έτους. Δεν υπάρχουν θεραπείες για ασθενείς με μεταστατικό πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος ή για ασθενείς με τοπικά προχωρημένο πλακώδες καρκίνωμα που δέρματος οι οποίοι δεν έχουν κριθεί κατάλληλοι για χειρουργική επέμβαση που να έχουν λάβει έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) και τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ.
Το cemiplimab αναπτύσσεται από κοινού από τη Sanofi και τη Regeneron στο πλαίσιο μίας συμφωνίας παγκόσμιας συνεργασίας. Πέρα από το πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος, το cemiplimab ερευνάται επίσης στο πλαίσιο δυνητικά πιλοτικών/πιλοτικών κλινικών μελετών στον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα και τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, παράλληλα με τη διεξαγωγή ερευνητικών μελετών στο πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής και τραχήλου, το μελάνωμα, τον καρκίνο του παχέος εντέρου και ορθού, τον καρκίνο του προστάτη, το πολλαπλό μυέλωμα, λέμφωμα Hodgkin και λέμφωμα μη Hodgkin.
Το cemiplimab βρίσκεται επί του παρόντος υπό κλινική ανάπτυξη και η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του δεν έχουν αξιολογηθεί πλήρως από καμία ρυθμιστική αρχή.