Η αντιμετώπιση και η διαχείριση των γυναικών με παθολογία τραχήλου, δηλαδή με κάποιο παθολογικό εύρημα είτε στο Παπ Τεστ είτε σε κάποια άλλη εξέταση, αποτελεί ένα θέμα που απασχολεί πολύ την επιστημονική κοινότητα και ειδικά τον γυναικολόγο.
Η απόφαση που καλείται να πάρει κάθε φορά, αξιολογώντας τα εργαστηριακά και κλινικά δεδομένα, δηλαδή το Παπ Τεστ, τους βιοδείκτες και την κολποσκόπηση, δεν είναι εύκολη.
Αφενός γιατί η επιλογή που θα κάνει θα επηρεάσει καθοριστικά την έκβαση της νόσου και αφετέρου γιατί κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή. Έτσι σήμερα γίνεται λόγος για εξατομικευμένη αντιμετώπιση και προσωποποιημένη ιατρική.
Το θέμα αυτό παρουσιάστηκε και συζητήθηκε από ειδικούς ερευνητές στον Τομέα της Παθολογίας Τραχήλου σε Επιστημονική Εκδήλωση την Τετάρτη, 27 Ιουνίου 2018, στο ΑΠΘ στην Θεσσαλονίκη.
Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας οφείλεται στην λοίμωξη από τον HPV (ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων). Ο HPV είναι τόσο συχνός που οι επιστήμονες εκτιμούν ότι κάθε άνθρωπος που είναι σεξουαλικά ενεργός κάποια στιγμή, στη διάρκεια της ζωής του, θα μολυνθεί από τον ιό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, ο ιός υποχωρεί μόνος του χωρίς να αφήσει καμία βλάβη στον τράχηλο. Ακόμα και προκαρκινικές αλλοιώσεις μπορεί να υποστρέψουν χωρίς να χρειαστεί κάποια θεραπευτική επέμβαση. Επιπλέον, είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι αφαιρετικές μέθοδοι θεραπείας μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές ανεπιθύμητες παρενέργειες σε μελλοντικές κυήσεις.
Για τους λόγους αυτούς, η ανάγκη εξατομικευμένης ιατρικής και εφαρμογής ειδικών μοριακών εξετάσεων ανίχνευσης της HPV λοίμωξης, που μπορούν να ξεχωρίσουν ποιες γυναίκες διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο, είναι καθοριστικής σημασίας. Ειδικότερα, οι μοριακές εξετάσεις τελευταίας γενιάς μπορούν να βοηθήσουν ιδιαίτερα τον γυναικολόγο στην απόφαση του για την διαχείριση του περιστατικού.
Φαίνεται ότι το στοιχείο εκείνο της HPV λοίμωξης που έχει πραγματική σημασία είναι η ενεργότητα της. Αυτό δηλώνεται από την έκφραση των Ε6/Ε7 ογκοπρωτεϊνών ή, όπως έχει επικρατήσει, από θετικό mRNA test (Aptima).
Τα διεθνή αλλά και τα ελληνικά δεδομένα καταδεικνύουν την πολύ σημαντική βοήθεια την οποία προσφέρει η συγκεκριμένη εξέταση στην αναγνώριση των γυναικών που διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο και, συνεπώς, χρειάζονται θεραπεία.
Στις μελέτες αυτές συγκρίθηκαν το HPV DNA Test και το APTIMA mRNA HPV Test. H εξέταση APTIMA mRNA test επέδειξε στο σύνολο των μελετών παρόμοια ευαισθησία με ένα HPV DNA Test, αλλά ταυτόχρονα πολύ υψηλότερη ειδικότητα στην ανίχνευση υψηλόβαθμων ενδοεπιθηλιακών βλαβών και καρκίνου. Η χρήση του APTIMA οδηγεί σε μείωση έως και 23% του πλήθους των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων πληθυσμιακού ελέγχου, εξαιτίας της υψηλής ειδικότητας του τεστ.
Τα ανωτέρω οφείλονται στο γεγονός ότι τα τεστ που ανιχνεύουν το DNA του ιού (HPV DNA testing) δεν μπορούν να διακρίνουν μεταξύ λανθάνουσας και ενεργούς λοίμωξης, καθώς το DNA του ιού μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται αυτός. Ο εντοπισμός της ύπαρξης αντιγράφων mRNA των Ε6/Ε7 αποτελεί την ακριβή μέθοδο, ενδεικτική της εξέλιξης προς κακοήθεια, συγκριτικά με την ανίχνευση του HPV DNA, καθώς μόνον η υπερέκφραση mRNA E6/E7 HPV τύπων υψηλού κινδύνου αποτελεί ένδειξη ενεργούς λοίμωξης και ογκογονικής δραστηριότητας, άρα και σημάδι έναρξης της καρκινογένεσης.
Σε περίπτωση, δε, απώλειας της L1 περιοχής εξαιτίας της ενσωμάτωσης του ιϊκού γονιδιώματος σε αυτό του ξενιστή, οι τεχνικές HPV DNA testing θα καθορίσουν λανθασμένα το δείγμα σαν αρνητικό, παρά το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει επιθετική δραστηριότητα, σοβαρού βαθμού αλλοίωση η και καρκίνος!
Επίσης, τα αποτελέσματα διάφορων ερευνητικών εργασιών που παρουσιάστηκαν, σε συμφωνία με πλήθος άλλων μελετών από τη διεθνή βιβλιογραφία, έδειξαν πως ο συνδυασμός ThinPrep Παπ Τεστ με APTIMA mRNA Τεστ αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη λύση για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας που υπάρχει σήμερα διαθέσιμη.