Γράφει η Άννα Σταυράκη
Είναι η δεύτερη αιτία τυφλότητας στον κόσμο πάσχει το 2,3% των ατόμων πάνω από τα 40 χρόνια, κι όμως το ξέρουν μόνο οι μισοί. Δυστυχώς είναι ο πιο ύπουλος εχθρός που συστηματικά κλέβει την όρασή σας. Δεν είναι παρά το γλαύκωμα.
Περίπου 67 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν με γλαύκωμα, και δυστυχώς, οι μισοί πάσχοντες δεν γνωρίζουν ότι νοσούν. Με άλλα λόγια, περισσότεροι από 30 εκατομμύρια άνθρωποι – που είναι τρεις φορές ο πληθυσμός της Ελλάδας – χάνουν σιγά σιγά την όρασή τους χωρίς προειδοποίηση. Σήμερα, υπάρχουν 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι είναι τυφλοί εξαιτίας της νόσου. Μέχρι το 2020 θα είναι 8,5 εκατομμύρια οι τυφλοί σε όλο τον κόσμο και περίπου ένας στους δύο δεν θα μάθει ποτέ την αιτία της τύφλωσής του παρά μόνο όταν θα είναι πολύ αργά.
Το γλαύκωμα είναι η δεύτερη κύρια αιτία τύφλωσης παγκοσμίως, ωστόσο είναι μια ασθένεια για την οποία το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει αρκετά. Η Ελληνική Εταιρεία Γλαυκώματος επισημαίνει με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Γλαυκώματος τους κινδύνους αυτής της ασθένειας και την επιτακτική ανάγκη για όλους να προγραμματίσουν τακτικές οφθαλμολογικές εξετάσεις για να προστατεύσουν την όραση τους.
Όλοι μετά τα 40 θα πρέπει να γνωρίζουν και παρακολουθούν τακτικά την ενδοφθάλμια πίεση τους. Μία καλή ευκαιρία για να εξετασθεί για γλαύκωμα δίνεται σε κάθε μεσήλικα κατά την επίσκεψη του στον οφθαλμίατρο λόγω πρεσβυωπίας. Καλό είναι να ελέγχεται η ενδοφθάλμια πίεση κάθε δύο χρόνια. Ωστόσο όσοι έχουν συγγενή πρώτου βαθμού που πάσχει από γλαύκωμα, όσοι παίρνουν θεραπεία με κορτιζόνη, όσοι είναι μύωπες, καθώς και όσοι έχουν παλαιότερα τραυματισθεί σοβαρά στο μάτι θα πρέπει να εξετάζονται συχνότερα.
Πώς ανιχνεύεται το γλαύκωμα
Το γλαύκωμα ανιχνεύεται με απλές οφθαλμολογικές εξετάσεις: τη μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (τονομετρία), τη βυθοσκόπηση με την οποία γίνεται έλεγχος του οπτικού νεύρου, και την εξέταση του οπτικού πεδίου (περιμετρία). Για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του χρόνιου γλαυκώματος θα πρέπει να διαπιστωθεί βλάβη του οπτικού νεύρου ή/και διαταραχή του οπτικού πεδίου. Σε αρκετές περιπτώσεις η μελέτη του γλαυκώματος απαιτεί και πιο εξειδικευμένες απεικονιστικές εξετάσεις, οι οποίες μπορούν να καταγράψουν ακόμη και μία πρώιμη βλάβη του οπτικού νεύρου. Είναι σημαντικό να έχετε υπ’ όψη, ότι πολύ συχνά η νόσος μπορεί να διαφύγει της διάγνωσης, αν κατά την οφθαλμολογική εξέταση ρουτίνας η μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης δεν συνδυαστεί με την εξέταση του οπτικού νεύρου.
Έχω αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, αλλά δεν έχω γλαύκωμα
Πολύ συχνά παρατηρείται κάποιο άτομο να εμφανίζει οριακά αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση χωρίς όμως το οπτικό νεύρο και το οπτικό πεδίο του να εμφανίζουν σημεία βλάβης. Στην περίπτωση αυτή το άτομο χαρακτηρίζεται ως υπερτονικό, αλλά όχι πάσχον από γλαύκωμα. Η οφθαλμική υπερτονία παρατηρείται σε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού (υπερδιπλάσιο των γλαυκωματικών, δηλ 4-6%), το οποίο στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ανέρχεται περίπου στα 400.000 άτομα. Όσοι είναι υπερτονικοί, δηλαδή όσοι έχουν απλά αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση στα ανώτερα όρια, θα πρέπει να παρακολουθούνται πιο στενά και τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο να υποβάλλονται σε έλεγχο του οπτικού πεδίου και του οπτικού νεύρου, έτσι ώστε αν παρουσιαστεί κάποια μεταβολή να ξεκινήσουν αμέσως αντιγλαυκωματική αγωγή.
Έχω γλαύκωμα χωρίς να είναι αυξημένη η ενδοφθάλμια πίεση
Πράγματι ορισμένα άτομα μπορεί να έχουν ενδοφθάλμια πίεση στα φυσιολογικά όρια αλλά το οπτικό νεύρο και το οπτικό πεδίο τους να εμφανίζουν σημεία τυπικά γλαυκωματικής βλάβης. Στη διάγνωση αυτών των ασθενών, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως πάσχοντες από γλαύκωμα φυσιολογικής πίεσης, έχει ιδιαίτερη σημασία η λεπτομερής εκτίμηση των οπτικών νεύρων και ο έλεγχος των οπτικών πεδίων. Η παθογένεια στις περιπτώσεις αυτές αποδίδεται σε κακή αιμάτωση ή άλλους ενδογενείς παράγοντες οι οποίοι καθιστούν το οπτικό νεύρο ευάλωτο ακόμη και σε μικρές αυξήσεις της ενδοφθάλμιας πίεσης. Οι ασθενείς αυτοί αντιμετωπίζονται με ανάλογη αντιγλαυκωματική αγωγή.
Με αφορμή λοιπόν την παγκόσμια εβδομάδα γλαυκώματος 2015, ας κρατήσουμε ως μήνυμα, ότι μετά την ηλικία των 40 ετών ο καθένας μας πρέπει να γνωρίζει την ενδοφθάλμια πίεση του, όπως και την αρτηριακή πίεση του, και να τη μετρά τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια.
Προστατεύουμε έτσι την όραση μας από τον «αθόρυβο» κλέφτη της.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου που οργανώθηκε υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εταιρεία Γλαυκώματος και με χορηγό επικοινωνίας την εταιρεία Alcon, το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Γλαυκώματος αποτελούμενο από τους:
• Γιώργο Μαγκουρίτσα, Δ/ντη στην Οφθαλμολογική Κλινική του Νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός»
• Αναστάσιο Κώνστα, Καθηγητή Οφθαλμολογίας Α.Π.Θ και Δ/ντη στην Γ’ Οφθ/κή Κλινική Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ
• Φώτη Τοπούζη Καθηγητή Οφθαλμολογίας Α.Π.Θ, Πανεπιστημιακή Κλινική Νοσ/μείου ΑΧΕΠΑ
• Δημήτρη Παπακωνσταντίνου Αναπληρωτή Καθηγητή Οφθαλμολογίας ΕΚΠ Αθηνών, Πανεπιστημιακή Οφθ/κη Κλινική ΠΓΝΑ «Γ.Γεννηματάς»
• Ανδρέα Διαγουρτά Επιμελητή στην Πανεπιστημιακή Οφθ/κη Κλινική ΠΓΝΑ «Γ.Γεννηματάς»
• Θέμη Καρμίρη Επιμελητή στην Οφθ/κη Κλινική 251 Γεν. Νοσ/μείου Αεροπορίας
• Ιωάννη Χαλκιαδάκη Επιμελητή στην Β’ Οφθ/κή κλινική Οφθαλμιατρείου Αθηνών
τόνισε ότι στην Ελλάδα τουλάχιστον 200 χιλιάδες άτομα πάσχουν από γλαύκωμα και οι μισοί εξ αυτών δεν έχουν διαγνωστεί, χάνοντας έτσι σιγά-σιγά, αλλά οριστικά την όρασή τους. Παράλληλα, τουλάχιστον 40 χιλιάδες άτομα θα εμφανίσουν γλαύκωμα μέσα στην επόμενη πενταετία.
«Το γλαύκωμα μπορεί να παραμείνει χωρίς συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, έως και χρόνια, με συνέπεια να χάνεται ένα σημαντικό μέρος της όρασης, μέχρις ότου ο ασθενής να οδηγηθεί στον οφθαλμίατρο και να διαγνωστεί. Ο τακτικός οφθαλμολογικός έλεγχοι είναι ο μόνος τρόπος για να ανιχνευτεί το γλαύκωμα νωρίς, ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί κατάλληλα», δήλωσε ο κ. Μαγκουρίτσας, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γλαυκώματος. Συνεχίζοντας τόνισε: «Δυστυχώς μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για το γλαύκωμα, ωστόσο αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με καινοτόμες φαρμακευτικές ή επεμβατικές επιλογές, οι οποίες μπορεί να σταματήσουν ή να επιβραδύνουν την εξέλιξή του. Η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου για το γλαύκωμα, άρα το κλειδί για να διατηρηθεί η όρασή στους ασθενείς με γλαύκωμα είναι η κατάλληλη ρύθμιση της ενδοφθάλμιας πίεσης».
Το γλαύκωμα είναι μια ομάδα οφθαλμικών παθήσεων, που οδηγούν σε προοδευτική βλάβη του οπτικού νεύρου. Το οπτικό νεύρο είναι το αρμόδιο όργανο για τη διαβίβαση των πληροφοριών από το μάτι στον εγκέφαλο. Έτσι το γλαύκωμα μπορεί να οδηγήσει σε μια σταδιακή, μη αναστρέψιμη απώλεια της όρασης, και τελικά σε τύφλωση, αν δεν αντιμετωπισθεί κατάλληλα. Στο γλαύκωμα αρχικά φθείρονται οι νευρικές ίνες που είναι υπεύθυνες για την περιφερική όραση. Αντίθετα με τον καταρράκτη, όπου μειώνεται η κεντρική όραση (η οπτική οξύτητα), το γλαύκωμα χαρακτηρίζεται στα πρώτα στάδια από διαταραχές της περιφερικού οπτικού πεδίου, που ονομάζονται σκοτώματα. Οι κεντρικές νευρικές ίνες, που είναι υπεύθυνες για την κεντρική όραση, προσβάλλονται στο προχωρημένο στάδιο της νόσου. Ο βασικότερος παράγοντας που τραυματίζει τις νευρικές ίνες του οπτικού νεύρου είναι η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση. Στο πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοικτής γωνίας για άγνωστους ακόμη λόγους παρεμποδίζεται η αποχέτευση του υγρού που διακινείται στο εσωτερικό του ματιού, του υδατοειδούς υγρού, και είναι υπεύθυνο για να τη φυσιολογική ενδοφθάλμια πίεση.
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι γλαυκώματος: το πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας, που είναι χρόνιο, και το οξύ, ή γλαύκωμα κλειστής γωνίας. Το γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας αντιπροσωπεύει πάνω από το 80% του συνόλου των περιστατικών με γλαύκωμα και είναι συνήθως ασυμπτωματικό στα αρχικά στάδια, γι ‘αυτό συχνά παραμένει αδιάγνωστο μέχρι να φτάσει σε προχωρημένο στάδιο. Το γλαύκωμα κλειστής γωνίας, από την άλλη πλευρά, έχει έντονα συμπτώματα, είναι λιγότερο συχνό, και απαιτεί άμεση ιατρική παρέμβαση. Τα συμπτώματα του γλαυκώματος κλειστής γωνίας μπορεί να περιλαμβάνουν έντονο πόνο, ναυτία, κοκκίνισμα των ματιών και θολή όραση.
Αντιμετώπιση γλαυκώματος και παράγοντες κινδύνου
Το γλαύκωμα δεν θεραπεύεται αλλά αντιμετωπίζεται. Η απώλεια της όρασης δεν μπορεί να αποκατασταθεί, παρόλα αυτά, η υπολειπόμενη όραση μπορεί να διατηρηθεί μέσω αγωγής. Το γλαύκωμα μπορεί να αντιμετωπιστεί με οφθαλμικές σταγόνες, με χρήση ακτινών λέιζερ, με χειρουργική επέμβαση, ή με έναν συνδυασμό αυτών των μεθόδων.
Εκτός από την υψηλή ενδοφθάλμια πίεση, ορισμένοι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης γλαυκώματος, συμπεριλαμβανομένων:
• Οικογενειακό ιστορικό γλαυκώματος
• Ηλικία άνω των 60 ετών
• Προγενέστεροι τραυματισμοί – κακώσεις οφθαλμού
• Χρήση στεροειδών για μεγάλο χρονικό διάστημα
• και λιγότερο συχνά διαβήτης, υψηλή αρτηριακή πίεση και καρδιακή νόσος