Γονιός δεν γεννιέσαι, γίνεσαι. Γίνεσαι μέσα από την προσπάθεια, την ενημέρωση, το διάβασμα, την ενσυναίσθηση και την αγάπη. Τι γίνεται όμως καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και έρχεσαι αντιμέτωπος με νέες ερωτήσεις; Με νέες εμπειρίες; Με νέους γόρδιους δεσμούς που πρέπει να λύσεις; Ποιος έχει τις απαντήσεις που αναζητάς; Και πόσο απλές είναι αυτές; Ο Σπύρος Κασιμάτης, εκπαιδευτικός και προσωποκεντρικός σύμβουλος Ψυχικής Υγείας απαντά στις ερωτήσεις της Δημοσιογράφου Υγείας Αλεξίας Σβώλου για θέματα πολύ σημαντικά στην ζωή των εφήβων όπως το παιχνίδι, το Bullying, η τιμωρία και τα όρια, ο ρόλος των γονιών (γονέας κηδεμόνας ή γονέας φίλος;) και την διαχείρηση του πένθους, μια πολύ σκοτεινή κατάσταση που δυστυχώς υπάρχει κι αυτή στη ζωή, όταν φεύγει ένας μέλος της οικογένειας…
Αφορμή γι αυτή τη συνέντευξη man to woman είναι ο κύκλος Ομιλιών που διοργανώνουν οι εκδόσεις Πορφύρα στο Ίδρυμα Θεοχαράκη με ομιλητή τον Σπύρο Κασιμάτη και θέμα «Μέσα από τα μάτια των εφήβων», με αφορμή την κυκλοφορία του νέου βιβλίου με τίτλο «Τα μάτια δεν σωπαίνουν ποτέ». Οι ομιλίες είναι ανοιχτές σε γονείς κι εκπαιδευτικούς και ολοκληρώνονται στις 22 Φεβρουαρίου.
Ο λόγος, στον ειδικό:
Πόσο σημαντικό είναι το παιχνίδι στη ζωή ενός παιδιού και πόσο σημαντικό είναι να μην το φορτώνουμε με τόσες πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες όταν η σχολική χρονιά μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένη.
Εξαιρετικά σημαντικό το παιχνίδι. Και αναγκαίο. Όταν, οι ενήλικοι, το στερούμε, το εμποδίζουμε ή το κηδεμονεύουμε, δεν κάνουμε καλό στο παιδί. Με το παιχνίδι αναπτύσσονται οι κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και οι δεξιότητες. Με το παιχνίδι μαθαίνουμε να λαμβάνουμε αποφάσεις, να λύνουμε προβλήματα, να ασκούμε την αυτοπειθαρχία μας, και να τηρούμε κανόνες. Με το παιχνίδι μαθαίνουμε να ρυθμίζουμε τα συναισθήματά μας. Με το παιχνίδι κάνουμε φίλους και μαθαίνουμε να σχετιζόμαστε μαζί τους με ισοτιμία. Με το παιχνίδι, επιτέλους, χαιρόμαστε.
Προσοχή όμως: το παιχνίδι στο οποίο αναφερόμαστε έχει τα χαρακτηριστικά ότι είναι αυθόρμητο, είναι αποτέλεσμα εσωτερικής κινητοποίησης και οργανώνεται από τα ίδια τα παιδιά μεταξύ τους· είναι ελεύθερο, μπορεί το παιδί να παίξει όσο θέλει και να σταματήσει όποτε θέλει· είναι ακηδεμόνευτο, τα παιδιά δοκιμάζουν και επιλέγουν, εκτιμούν τους κινδύνους και παίρνουν αποφάσεις. Με μία κουβέντα, το παιχνίδι αυτό είναι εκπαίδευση και διαμόρφωση προσωπικότητας.
Εφαρμόζονται αυτά τα πράγματα ή ονειρευόμαστε; Εφαρμόζονται. Ακόμα και στην Ελλάδα εφαρμόζονται. Αποτελούν βέβαια ακόμα εξαίρεση. Η αδήριτη ανάγκη όμως να διαπαιδαγωγήσουμε τους ανθρώπους που θα χρησιμοποιήσουν τα ρομπότ στη ζωή τους (αντί να είναι οι ίδιοι ρομπότ), αργά ή γρήγορα θα μας διδάξει πώς να καλλιεργήσουμε τις εκ φύσεως ιδιότητες και ικανότητες των παιδιών, ώστε να ωριμάσουν λειτουργικά και να είναι σε θέση να αποφασίζουν τα ίδια για την ορθή χρήση της τεχνολογίας που εφευρίσκουν και αναπτύσσουν.
Κατόπιν τούτων, μπορεί κανείς ευκολότερα να καταλάβει ότι τα εξωσχολικά, ακόμα και τα αθλήματα, κάνουν άλλη δουλειά. Ας εξασφαλίσουμε τουλάχιστον ότι τα παιδιά τα χαίρονται και δεν υφίστανται πίεση για να τα ακολουθήσουν. Αξίζει να αξιολογήσουμε τις αξίες και τις προτεραιότητες των δραστηριοτήτων του απογεύματος: εκπαιδεύουν ή πειθαναγκάζουν; Την απάντηση, πρώτα πρώτα, οφείλουμε να την ακούσουμε από τα ίδια τα παιδιά.
Τα παιδιά δεν είναι μικροί ενήλικες. Ποιες είναι εκείνες οι παράμετροι που πρέπει να προσέξουμε στην καθημερινή μας σχέση μαζί τους, ώστε να μην τα μεταχειριζόμαστε σαν μικρούς ενήλικες; Ποιες είναι οι επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεσή τους αν κάνουμε το παραπάνω λάθος;
Ενήλικες δεν είναι. Είναι όμως πλήρεις άνθρωποι εν εξελίξει. Όπως όλοι μας, μέχρι την τελευταία μας στιγμή ζωής. Η πρώτη παράμετρος, θα έλεγα, είναι, μαζί με την επιστήμη και τη γνώση, να σεβαστούμε και τη φυσική λειτουργικότητα των παιδιών και να μάθουμε να την ακούμε, στην αρχή όταν είναι κλάμα και σιγά σιγά όταν μεταμορφώνεται σε ήχους, σε λέξεις, σε φράσεις και σε κουβέντες ολόκληρες, όπως, ας πούμε, η εξής μιας τρίχρονης κόρης: “Μαμά, ξέρεις; Δεν είμαι ο εαυτός σου.”
Ένα μωρό, για παράδειγμα, ξέρει πότε πεινά και ξέρει πώς να το δηλώσει. Αν το ταΐσουμε όταν το ζητά, βρίσκει σιγά σιγά τακτικό ρυθμό και εμείς μπορούμε να προσαρμόσουμε αντιστοίχως το πρόγραμμά μας. Ο εγκέφαλος αυτού του παιδιού δομείται με την εμπειρία της ασφάλεια του περιβάλλοντος. Το παιδί εξελίσσεται σε άτομο λειτουργικό στις σχέσεις του, με σεβασμό στις ανάγκες του και ενσυναίσθηση στις ανάγκες του άλλου, συνεπώς συνεργάσιμο και αποτελεσματικό.
Αν στη διατροφή του παιδιού εφαρμόσουμε δικό μας πρόγραμμα (συνήθως τετράωρο), έστω και αν το παιδί ζητά να φάει εκτός προγράμματος, το παιδί βέβαια, κάποια στιγμή συνηθίζει και προσαρμόζεται. Ο εγκέφαλος αυτού του παιδιού δομείται με την εμπειρία της επιβολής έξωθεν. Η εξέλιξή του θα είναι σε άτομο επιφυλακτικό στις σχέσεις του, πιο δύσκολο στη συνεργασία και στο μοίρασμα.
Η δεύτερη σημαντική παράμετρος είμαστε εμείς. Χρειάζεται ενεργητικά να ασχοληθούμε με την προσωπική μας βιωματική ιστορία, να εξετάσουμε τα κίνητρά μας, να αναρωτηθούμε γιατί κάναμε τα παιδιά μας, τι προσδοκίες έχουμε, τι περιμένουμε δηλαδή από αυτά, και τι ευχές κάνουμε, πόσο κουράγιο έχουμε δηλαδή για να συνυπάρξουμε μαζί τους καθώς θα αγωνίζονται με τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα της ζωής.
Η γονεϊκότητα είναι απαιτητικό έργο, γιατί ο κόσμος σήμερα είναι εξαιρετικά σύνθετος, σε διαρκή αστάθεια και με πολλά απρόβλεπτα. Οι γονείς χρειάζονται ψυχο-συναισθηματική προετοιμασία και υποστήριξη στο έργο τους. Η πλευρά αυτή της ζωής καλό θα ήταν να συζητείται κατά τη διάρκεια της εφηβείας των γονέων: θέματα σχέσεων, θέματα παιδαγωγικής, θέματα ανατροφής, κοντολογίς θέματα ουσιαστικής Παιδείας.
Αντ’ αυτών τι; Πορνικό θέαμα και σιωπή. Φρικτά ταμπού και παγερή αμηχανία.
Εύχεται κανείς βαθειές αλλαγές.
Πώς διαχειριζόμαστε το θέμα της τιμωρίας; Πρέπει να υπάρχει τιμωρία; Κι αν ναι, υπάρχει σωστή τιμωρία; Ποια είναι αυτή;
Δεν πρέπει υπάρχουν τιμωρίες. Και όλοι το ξέρουμε· γι’ αυτό τις ονομάζουμε ευφημηστικά “συνέπειες”. Εκείνο που πρέπει να υπάρχει είναι πειθαρχία και όρια.
Υπάρχει πειθαρχία από φόβο. Τηρείται όσο υπάρχει φόβος· και ο φόβος ζει εις βάρος της εμπιστοσύνης στη σχέση ανήλικου-ενήλικου. Υπάρχει πειθαρχία από αυτοσεβασμό και αλληλοσεβασμό. Τηρείται πάντα και καλλιεργεί σχέση ειλικρίνειας, εμπιστοσύνης και διάρκειας.
Υπάρχουν αυστηρά όρια και αυταρχικά όρια. Τα πρώτα τηρούνται. Τα δεύτερα όχι.
Τα αυστηρά είναι όρια στα οποία φθάνει ενήλικος και ανήλικος με συναίνεση. Και η συναίνεση προϋποθέτει διάλογο. Και ο διάλογος προϋποθέτει εμπιστοσύνη. Και η εμπιστοσύνη καλλιεργείται από τις πρώτες εβδομάδες, όπως τα εξηγούμε στη δεύτερη ερώτηση. Η συμφωνία γύρω από τι είναι ανεκτό και τι απαράδεκτο γίνεται μεταξύ ισοτίμων ανθρώπων και είναι σεβαστή, επειδή κανείς δεν καπελώνει κανέναν.
Οι συνθήκες αυτές απουσιάζουν όταν ο ενήλικος, μετατρέποντας την ευθύνη του σε εξουσία, αποπειράται να επιβάλει όρους και κανόνες, χωρίς να υπολογίζει τον άλλον. Οι αυταρχικοί όροι και κανόνες δεν γίνονται ποτέ αποδεκτοί και δεν τηρούνται. Βλάπτουν επίσης και την εμπιστοσύνη μεταξύ ανηλίκων και ενηλίκων και οδηγούν σε απουσία επικοινωνίας και συνεννόησης.
Η παιδαγωγικώς άξια πειθαρχία, εκείνη που αποτελεί κτήμα δια βίου, καλλιεργείται χωρίς τιμωρία.
Τι γίνεται με το πολύ λεπτό διαχωρισμό ανάμεσα στο σχολικό bullying και την ενόχληση από τον κλασικό Νταή που πάντοτε υπήρχε στα σχολεία; Πώς θα καταλάβουμε ότι ένα ζήτημα που προέκυψε στην σχολική κοινότητα είναι κάτι παραπάνω και το οποίο πρέπει να μας υποψιάσει ώστε να λάβουμε τα μέτρα μας;
Δεν υπάρχει “λεπτός διαχωρισμός”. Πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο. Κάθε μορφή υποτίμησης, κάθε τι που πληγώνει τον αυτοσεβασμό και τον αλληλοσεβασμό μεταξύ ισοτίμων προσώπων, οφείλουμε να το προσέξουμε και να ανταποκριθούμε παιδαγωγικά. Το βάρος μιας ειρωνίας, για παράδειγμα, στο διάλειμμα μετριέται με την πρόθεση του ενός και τη διάθεση του άλλου.
Επειδή δε η κοινωνική συνθήκη διδάσκει τον μειωτικό χαρακτηρισμό, τον αλληλοχλευασμό, την αλληλο-υποτίμηση, η παιδαγωγική του σπιτιού και του σχολειού οφείλει να διδάσκει τα αντίθετα εις εξισορρόπηση και με επιδίωξη την αλλαγή.
Χρειάζεται προσοχή στις στερεότυπες αντιλήψεις και συνειδητή διαμόρφωση του μοντέλου που επιθυμούμε. Οφείλουμε δε να είμαστε το ζωντανό παράδειγμα του πώς θέλουμε να υπάρχουν και να σχετίζονται τα παιδιά. Να επισημάνω, και ίσως να συμφωνήσετε, ότι το πρότυπο του αυτοσεβασμού και του αλληλοσεβασμού δεν κυριαρχεί ούτε στην ελληνική οικογένεια ούτε στο ελληνικό σχολείο ούτε στην ελληνική κοινωνία ευρύτερα. Έχουμε μαλλί να ξάνουμε.
Το πένθος μέσα στην οικογένεια μπορεί να είναι η απώλεια του παππού ή της γιαγιάς, ενός αγαπημένου κατοικίδιου και δυστυχώς η απώλεια αδερφού, αδελφής, γονιού. Πώς πρέπει να διαχειριζόμαστε την απώλεια για να μπορέσει ένα παιδί να προχωρήσει;
Τολμώ να διευκρινίσω: δεν διαχειριζόμαστε την απώλεια· φροντίζουμε το παιδί καθώς προχωρεί. Διότι ο θρήνος και το πένθος είναι φυσικές διεργασίες εξέλιξης και βιωματικής ωρίμανσης σε απροσδιόριστη εν πολλοίς στιγμή της πορείας κάθε ανθρώπου.
Ξεκινάμε πάντα από τον εαυτό μας. Ο πόνος μας, μας αφήνει να σταθούμε επαρκώς νηφάλιοι δίπλα στον πόνο του παιδιού που πενθεί; Έχουμε βοήθεια από συγγενείς και φίλους, ώστε να σταθούν εκείνοι δίπλα στο παιδί που πενθεί; Στο σχολικό περιβάλλον: υπάρχουν πρόσωπα προετοιμασμένα για τη συνοδεία παιδιών που πενθούν; Είναι διαθέσιμα; Αυτή η αρχική σύντομη αυτοεξέταση είναι απαραίτητη.
Μετά από τον έλεγχο ετοιμότητας του ενηλίκου προσώπου, οδηγός μας είναι το ίδιο το παιδί. Χρειάζεται να γίνουμε ευαίσθητοι στις ανάγκες του, όπως το ίδιο τις εκφράζει, και να ακολουθήσουμε τις επιθυμίες του με την σταθερότητα της συνοδείας: αποδοχή συναισθημάτων σε όλη τους την ποικιλία, ανταπόκριση με ειλικρίνεια σε κάθε απορία και συζήτηση, φροντίδα του παιδιού στο σύνολο των αναγκών του.
Σε κάθε περίπτωση, αν αισθανόμαστε απροετοίμαστοι ή αμήχανοι ή αδύναμοι, μπορούμε να ζητήσουμε καθοδήγηση και υποστήριξη από εξειδικευμένους φορείς. Στην Ελλάδα υπάρχει ένας μόνο φορέας εξειδικευμένος στο παιδικό πένθος· ένας αλλά λέων. Τον βρίσκει κανείς εύκολα με αναζήτηση στο διαδίκτυο.