Η έναρξη αντιρετροϊκής θεραπείας αμέσως μετά τη διάγνωση του HIV, του ιού που προκαλεί το AIDS, μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο θανάτου ή άλλων σοβαρών επιπλοκών καταδεικνύουν τα αποτελέσματα μεγάλης διεθνούς κλινικής μελέτης. Τα αποτελέσματα αυτά, σε συνδυασμό με προηγούμενα αποτελέσματα που δείχνου ότι η αντιρετροϊκή θεραπεία (θεραπεία έναντι του HIV) μειώνει δραστικά την πιθανότητα μετάδοσης του HIV, συνηγορούν υπέρ του ότι η αντιρετροϊκή θεραπεία πρέπει να προσφέρεται σε όλους όσους είναι φορείς του HIV.
Τα νέα αυτά αποτελέσματα προέρχονται από την πολυκεντρική μελέτη START, την πρώτη τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή που θεμελιώνει τα οφέλη της πρώιμης έναρξης αντιρετροϊκής θεραπείας φορέων του HIV. Παρότι προβλεπόταν ότι η μελέτη θα μπορέσει να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα στο τέλος του 2016, ενδιάμεση ανάλυση των δεδομένων που είχαν συλλεχθεί μέχρι την 13η Μαρτίου 2015, έδειξε ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης σοβαρής νόσου ή και θανάτου είναι μειωμένος κατά 53% στην ομάδα που ξεκίνησε άμεσα θεραπεία συγκριτικά με την ομάδα αναφοράς, την ομάδα δηλαδή που ξεκίνησε θεραπεία όταν το ανοσοποιητικό σύστημα είχε αρχίσει να εξασθενεί.
Η μελέτη START χρηματοδοτήθηκε από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (NIH) και διεξήχθη από το δίκτυο INSIGHT. H START ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2011, σε 215 κλινικές σε 35 χώρες. Στην μελέτη συμμετέχει και η Ελλάδα με 6 κλινικές λοιμώξεων. Συνολικά 4685 HIV οροθετικά άτομα, χωρίς ιστορικό αντιρετροϊκής θεραπείας και με αριθμό CD4 λεμφοκυττάρων πάνω από 500 κύτταρα/μl, συμμετέχουν στη μελέτη. O αριθμός των CD4 λεμφοκυττάρων είναι ο κύριος δείκτης της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος. Περίπου τα μισά άτομα επιλέγηκαν τυχαία να ξεκινήσουν άμεσα αντιρετροϊκή θεραπεία, ενώ τα άλλα μισά ξεκίνησαν θεραπεία όταν ο αριθμός των CD4 λεμφοκυττάρων έπεσε στα 350 κυτταρα/μl, δηλαδή κάτω από τα φυσιολογικά όρια.
Σύμφωνα με τους κύριους ερευνητές της μελέτης, υπάρχουν πλέον σαφείς αποδείξεις για τα οφέλη της πρώιμης έναρξης αντιρετροϊκής θεραπείας. Τα οφέλη αυτά είναι διπλά: Βελτιώνεται η υγεία των φορέων του HIV και ταυτόχρονα παρεμποδίζεται η μετάδοσή του σε άλλα άτομα, γεγονός πολύ σημαντικό για τη δημόσια υγεία. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της START καταδεικνύουν ότι η αντιρετροϊκή θεραπεία πρέπει να προσφέρεται σε όλους τους φορείς του HIV όσο το δυνατόν νωρίτερα και ανεξάρτητα από τον αριθμό των CD4 λεμφοκυττάρων, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα. Είναι πολύ πιθανό τα αποτελέσματα αυτά να οδηγήσουν άμεσα σε αλλαγή των κατευθυντήριων οδηγιών προς την κατεύθυνση της άμεσης, αμέσως μετά την διάγνωση, χορήγησης αντιρετροϊκής θεραπείας.