Το New England Journal of Medicine δημοσίευσε τα αποτελέσματα από την μελέτη IMPROVE-IT, την ερευνητική μελέτη που συνέκρινε τη μονοθεραπεία με σιμβαστατίνη έναντι του σχήματος θεραπείας με συνδυασμό σιμβαστατίνης και εζετιμίμπης, για τη μείωση της LDL χοληστερόλης σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε περισσότερους από 18.000 ασθενείς με οξέα στεφανιαία σύνδρομα, ανακοίνωσε η MSD, γνωστή και ως MERCK στις ΗΠΑ και τον Καναδά.
Τα αποτελέσματα της μελέτης IMPROVE-IT παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο επιστημονικό Συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας το Νοέμβριο του 2014. Σύμφωνα με αυτά, οι ασθενείς που έλαβαν τη θεραπεία του συνδυασμού εζετιμίμπης – σιμβαστατίνης, παρουσίασαν σημαντικά λιγότερα μείζονα καρδιαγγειακά συμβάματα (υπολογισμένα σαν σύνθεση καρδιαγγειακών θανάτων, μη θανατηφόρων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου, μη θανατηφόρων εγκεφαλικών και επανεισαγωγών σε νοσοκομείο για ασταθή στηθάγχη ή στεφανιαία επαναγγείωση εμφανιζόμενη τουλάχιστον 30 ημέρες μετά την τυχαιοποίηση), σε σχέση με τους ασθενείς που έλαβαν μονοθεραπεία με σιμβαστατίνη.
«Η IMPROVE-IT σχεδιάστηκε για να απαντήσει ένα πολύ σημαντικό επιστημονικό ερώτημα αναφορικά με τη σχέση μεταξύ καρδιαγγειακού κινδύνου και μείωσης της LDL χοληστερόλης σε πολύ χαμηλά επίπεδα, με τον συνδυασμό εζετιμίμπης με μια στατίνη και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι που τα αποτελέσματά της δημοσιεύονται στο New England Journal of Medicine…», δήλωσε ο γιατρός Eugene Braunwald, συμπροεδρεύων της μελέτης και ιδρυτικός Πρόεδρος της ομάδας μελέτης TIMI του Νοσοκομείου Brigham and Women’s, για να συμπληρώσει «…είμαστε ιδιαίτερα ευγνώμονες στους ερευνητές μας και στους συμμετέχοντες ασθενείς, για τη δέσμευση που επέδειξαν για την ολοκλήρωση αυτής της πολύπλοκης εννεαετούς μελέτης. Οι αναλύσεις της μελέτης IMPROVE-IT, στην οποία συμμετείχαν 18.000 ασθενείς, αποτελεί μια ισχυρή προσθήκη σε πολλές άλλες σημαντικές μελέτες για τη σημασία της μείωσης της LDL χοληστερόλης».
Βάσει των αποτελεσμάτων της μελέτης IMPROVE-IT, η MSD υπέβαλε στις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αίτηση για νέα ένδειξη για τη μείωση των καρδιαγγειακών επεισοδίων, τόσο για την εζετιμίμπη όσο και για τον συνδυασμό εζετιμίμπης – σιμβαστατίνης.
Το Νοέμβριο του 2014, η MSD ανακοίνωσε ότι η IMPROVE-IT πέτυχε τόσο το κύριο όσο και τα δευτερεύοντα σύνθετα καταληκτικά σημεία αποτελεσματικότητας. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι ασθενείς που έλαβαν το συνδυασμό εζετιμίμπης και σιμβαστατίνης παρουσίασαν μείωση του σχετικού κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακού συμβάματος κατά 6.4% σε σχέση με τους ασθενείς που έλαβαν μονοθεραπεία με σιμβαστατίνη ((εμφάνιση μείζονος καρδιαγγειακού συμβάματος 32,7% και 34,7% αντίστοιχα στις δύο ομάδες θεραπείας). Η μέση LDL χοληστερόλη των ασθενών που λάμβαναν το συνδυασμό εζετιμίμπης – σιμβαστατίνης ήταν 53 mg/dl, ενώ αυτών που λάμβαναν μόνο σιμβαστατίνη ήταν 70 mg/dl.
Σε μια ξεχωριστή διερευνητική ανάλυση για τα μείζονα αγγειακά συμβάματα, η μείωση του κινδύνου στο σκέλος της εζετιμίμπης – σιμβαστατίνης σε σύγκριση με το σκέλος της μονοθεραπείας με σιμβαστατίνη, ήταν συμβατή με το θεραπευτικό αποτέλεσμα που είχε προβλεφθεί με βάση προηγούμενες μελέτες στατινών.
Δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων θεραπείας αναφορικά με ανεπιθύμητες ενέργειες ειδικού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων μυοπαθειών, ραβδομυολύσεων, ανεπιθύμητων ενεργειών από τη χοληδόχο κύστη, αυξήσεων των ηπατικών ενζύμων μεγαλύτερων από το τριπλάσιο του ανώτερου φυσιολογικού και καρκίνων. Γενικότερα, τα αποτελέσματα ασφάλειας ήταν σύμφωνα με τις τρέχουσες ενδείξεις για την εζετιμίμπη. Μεταξύ των 9.067 ασθενών που έλαβαν τον συνδυασμό εζετιμίμπης – σιμβαστατίνης και των 9.077 ασθενών που έλαβαν μονοθεραπεία με σιμβαστατίνη, αναφέρθηκε μυοπάθεια σε ποσοστό 0,2% και 0,1% αντίστοιχα, ραβδομυόλυση σε ποσοστό 0,1% και 0,2% αντίστοιχα, ανεπιθύμητες ενέργειες από τη χοληδόχο κύστη σε ποσοστό 3,1% και 3,5% αντίστοιχα, χολοκυστεκτομή σε ποσοστό 1,5% και 1,5% αντίστοιχα και αύξηση της αμινοτρανσφεράσης της αλανίνης ή και της ασπαρτικής τρανσαμινάσης (μεγαλύτερης ή ίσης από το τριπλάσιο του ανώτατου φυσιολογικού) σε ποσοστό 2,5% και 2,3% αντίστοιχα. Για το χρονικό διάστημα των 7 ετών, νέοι, υποτροπιάζοντες ή προχωρημένοι καρκίνοι αναφέρθηκαν σε ποσοστό 10,2% και στις δύο ομάδες ασθενών.