Πρώτη πανευρωπαϊκά στις αμβλώσεις είναι πλέον η χώρα μας, με το 22% των Ελληνίδων να δηλώνει ότι έχει κάνει τουλάχιστον μία έκτρωση, και με το 10% των γυναικών που προχωρούν σε εκτρώσεις να είναι εφηβικής ηλικίας.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας, κάθε χρόνο πραγματοποιούνται 40.000 εκτρώσεις από κορίτσια κάτω των 18 ετών, ενώ σύμφωνα με έρευνα του Αρεταίειου Νοσοκομείου, ένα στα τέσσερα κορίτσια ηλικίας 14 έως 17 ετών έχει κάνει έκτρωση, και οι μισές έφηβες που κάνουν έκτρωση δεν έχουν ενημερώσει ούτε τη μητέρα τους.
Τα παραπάνω στοιχεία επικαλείται ο αναπληρωτής καθηγητής μαιευτικής και γυναικολογίας στο ΑΠΘ και αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Εταιρείας Ουρογυναικολογίας, Θεοχάρης Ταντανάσης, σε παρουσίαση του με τίτλο «Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των νέων. Όρια και προτεραιότητες» , που θα πραγματοποιηθεί αύριο στο πλαίσιο του 1ου Σεμιναρίου Ψυχοσωματικής στη Μαιευτική Γυναικολογία, το οποίο διοργανώνει η Β΄ Μαιευτική Γυναικολογική Κλινική του ΑΠΘ.
Σύμφωνα με τον κ. Ταντανάση, «Πρόκειται για μια θλιβερή πρωτιά, που σχετίζεται όσο ποτέ τα τελευταία χρόνια και με παράγοντες που διαμορφώνουν η οικονομική κρίση, η αβεβαιότητα και η αύξηση της ανεργίας».
Οι εφηβικές εγκυμοσύνες, σύμφωνα με τον κ. Ταντανάση, οφείλονται στην άγνοια, στους λανθασμένους χειρισμούς του χαπιού επείγουσας αντισύλληψης, στις σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών, αλλά και στην αδιαφορία της Πολιτείας. Ενώ στις χώρες της Ευρώπης το αντισυλληπτικό χάπι χρησιμοποιείται από το 22% των γυναικών κατά μέσο όρο, η χρήση του στην Ελλάδα φθάνει μόλις το 3,2%.
«Η σεξουαλικότητα είναι δυναμική της ανθρώπινης υπόστασης, η οποία μέχρι πριν από μερικά χρόνια θεωρείτο «ταμπού», για να συζητηθεί δημόσια. Τα δεδομένα όμως έχουν αλλάξει, η σεξουαλικότητα και τα θέματα που την αφορούν κατέχουν μία από τις πρώτες θέσεις από πλευράς ενδιαφέροντος στην επικαιρότητα που προβάλλεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα τα έντυπα μέσα. Μιλάμε λοιπόν σήμερα πιο ανοιχτά για τα θέματα αυτά. Αυτό σημαίνει ότι εξέλειψαν τα προβλήματα; Μάλλον όχι, αν πιστέψουμε τους σεξολόγους. Τα προβλήματα μετατέθηκαν, εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλάζει όμως ίσως η υφή τους. Το γεγονός αυτό έχει σχέση και με την προβολή προτύπων/μοντέλων συμπεριφοράς από τα ΜΜΕ και την τάση συμμόρφωσης και ταύτισης με το πρότυπο. Πέρα από αυτό, προβάλλονται ή τονίζονται, συχνά, «σωματικά» σύμβολα διάπλασης και ίσως λιγότερο η επικοινωνία στη σεξουαλικότητα και αυτό είναι ένας πρόσθετος παράγων, που μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά» προσθέτει ο κ. Ταντανάσης.
Πώς θα πρέπει να ενημερώνονται οι νέοι;
Σύμφωνα με τον κ. Ταντανάση, ένα μέρος μόνο των νέων θα ήθελε να ενημερώνεται για θέματα σεξουαλικότητας από τους γονείς, αλλά οι γονείς από την πλευρά τους, σε ικανό ποσοστό, αδυνατούν να παράσχουν ικανού βαθμού πληροφόρησης ή θα προτιμούσαν να αναλάβει κάποιος άλλος φορέας αυτό το έργο.
«Η τάση των νέων για σεξουαλική ενημέρωση στη χώρα μας αρχίζει γύρω στα 10 με 12, και παρέχεται συνήθως από φίλους. Στην Ελλάδα, ο μέσος όρος ηλικίας όπου έχει σημειωθεί η πρώτη σεξουαλική επαφή είναι (για τις μεγάλες πόλεις) η ηλικία ως τα 18 (11-14). Από όλα αυτά καθίσταται σαφές ότι είναι δεδομένη η αναγκαιότητα για πιο συστηματική διαπαιδαγώγηση, ειδικότερα των νέων, σε θέματα σεξολογίας. Χρειάζεται λοιπόν ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με το παιδί-έφηβο, για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτό πιο άνετα.
Τα βασικά στοιχεία της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των νέων πρέπει να περιλαμβάνουν πέντε θέματα: την ανατομία και λειτουργία του σώματος, την υγιεινή, την αντισύλληψη, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και την επικοινωνία στις σχέσεις των δύο φύλων. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να ελαττωθούν οι φοβίες, οι ενοχές, το άγχος ή οι παρανοήσεις και οι αντιδράσεις, που προέρχονται είτε από κακή πληροφόρηση είτε από κακή εφαρμογή της πληροφόρησης από το νέο άτομο. Ο γονέας μπορεί να λειτουργήσει υποκειμενικά, γιατί την ανατροφή ενός παιδιού τη βιώνει ως υποκειμενική υπόθεση, ο οποιοσδήποτε άλλος όμως (π.χ. επαγγελματίες του χώρου της υγείας) πρέπει να λειτουργήσει με αντικειμενικότητα» εξηγεί ο κ. Ταντανάσης.
Με το έργο της σεξουαλικής αγωγής, σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή, θα μπορούσε να ασχοληθεί μια επιστημονική εταιρεία, η οποία θα παρέχει την επιμόρφωση με κύκλο μαθημάτων και στην οποία θα μπορούσαν να συμμετέχουν εκπαιδευτικοί, ιατροί, ψυχολόγοι και άτομα επαγγελμάτων υγείας.