Σε μια εποχή περιορισμού των πόρων και έντονων προσπαθειών συγκράτησης της φαρμακευτικής δαπάνης σε χαμηλά επίπεδα, αλλά και περιορισμένων εισοδημάτων και αυξημένων αναγκών από την πλευρά των ασθενών, το ζήτημα του τρόπου καθορισμού των τιμών των φαρμάκων γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ. Είναι άραγε το σύστημα της εξωτερικής τιμής αναφοράς η απάντηση στο πρόβλημα και με ποιον τρόπο μπορεί η αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών να επηρεάσει το επιθυμητό αποτέλεσμα;
Μεγάλο ενδιαφέρον συγκέντρωσε η διάλεξη που έδωσε ο κ. Σωτήρης Βανδώρος, Lecturer in Health Economics, King’s College, London, την τρίτη και τελευταία ημέρα του συνεδρίου, με θέμα «Exchange rate volatility, external reference pricing and pharmaceutical prices». Πρόεδροι του πάνελ για τη συζήτηση που ακολούθησε ήταν ο κ. Κώστας Αθανασάκης, Επιστημονικός Συνεργάτης, Τομέας Οικονομικών της Υγείας, ΕΣΔΥ, και ο κ. Ηλίας Κυριόπουλος, PhD Candidate, Department of Social Policy, London School of Economics and Political Science.
Ο κ. Σ. Βανδώρος ξεκίνησε την ομιλία του εξηγώντας τι είναι η εξωτερική τιμή αναφοράς (EPR), μία από τις πιο συχνές μεθόδους στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τον καθορισμό των τιμών των προστατευόμενων από πατέντα φαρμάκων, κατά την οποία η τιμή ενός φαρμάκου σε μια χώρα καθορίζεται με βάση τις αντίστοιχες τιμές στις λεγόμενες «χώρες αναφοράς» (το «καλάθι»). Η τιμή ορίζεται συνήθως ως η χαμηλότερη του «καλαθιού» ή ως ο μέσος όρος των χαμηλότερων τιμών αναφοράς ή ως ο μέσος όρος όλων των τιμών αναφοράς. Στη συνέχεια, ο ομιλητής αναφέρθηκε στο πώς η αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών μπορεί να επηρεάσει τις τιμές των προϊόντων διεθνώς και παρουσίασε το θεωρητικό υπόβαθρο και το μαθηματικό μοντέλο που διέπουν τις σχέσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, των τιμών αναφοράς και της EPR, παραθέτοντας στοιχεία από την ευρωπαϊκή φαρμακευτική αγορά.
Ο κ. Σ. Βανδώρος κατέληξε στα εξής βασικά συμπεράσματα: α) μια αύξηση της αστάθειας μεταξύ του τοπικού νομίσματος και των νομισμάτων των χωρών αναφοράς αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση της τιμής, β) εάν στόχος των υπεύθυνων για τη χάραξη φαρμακευτικής πολιτικής είναι η μείωση των τιμών των φαρμάκων, τότε η EPR επιτυγχάνει το στόχο, βασιζόμενη όμως σε εξωγενείς παράγοντες, γ) η μέθοδος της εξωτερικής τιμής αναφοράς δεν λαμβάνει υπόψη την αξία του προϊόντος και οι τιμές μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά από συστηματικά σφάλματα και να μεταβληθούν αποκλειστικά και μόνο με βάση τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, δ) τυχόν ειδικές συνθήκες σε μία χώρα, οι οποίες μπορεί να απαιτούν μειώσεις των τιμών, μεταδίδονται στις χώρες που χρησιμοποιούν τη χώρα αυτή ως χώρα αναφοράς και, στη συνέχεια, και σε άλλες χώρες που περιλαμβάνουν τις επηρεαζόμενες χώρες στο «καλάθι» τους και ε) αυτό θα μπορούσε να αποτρέψει τους παραγωγούς από το να διαθέσουν ένα προϊόν σε μια δεδομένη χώρα, εάν η αναμενόμενη τιμή θεωρηθεί πολύ χαμηλή και υπάρχει φόβος ότι θα επηρεαστούν οι τιμές σε άλλες χώρες.
Ο κ. Σ. Βανδώρος ολοκλήρωσε την ομιλία του διατυπώνοντας την άποψη ότι, δεδομένης της δημοτικότητας και της σχετικής απλότητας του συστήματος EPR, είναι απίθανο να εγκαταλειφθεί η χρήση του στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Πρότεινε, ωστόσο, ότι θα μπορούσε να δεχθεί ορισμένες προσαρμογές, όπως για παράδειγμα μια πιο ισορροπημένη επιλογή μεταξύ των χωρών με υψηλές και χαμηλές τιμές για τον καθορισμό του «καλαθιού».
Ακολούθησε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση, με συμμετοχή του προεδρείου, του ομιλητή και του κοινού, σχετικά με το βέλτιστο τρόπο καθορισμού των χωρών αναφοράς και τον τρόπο ενσωμάτωσης του ΑΕΠ και των αναγκών πρόσβασης σε φάρμακα στον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων, έτσι ώστε να περιορίζονται τυχόν αυθαιρεσίες που ενέχονται στο σύστημα και να μπορεί να φθάσει το φάρμακο στον τελικό του αποδέκτη, τον ασθενή.