Το θέμα της σχέσης γιατρού – ασθενή αποτελεί το βασικό πυλώνα πια στην εικόνα της υγειονομικής περίθαλψης. Οι ασθενείς συμμετέχουν περισσότερο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με την υγεία τους, έχουν πιο συχνά άποψη σχετικά με τη διάγνωση και τη θεραπεία τους και θέλουν να έχουν καλύτερη εικόνα των διαθέσιμων επιλογών τους, αναζητώντας μόνοι τους πληροφορίες σχετικά με την πάθησή τους, τις θεραπείες και τις συνταγογραφούμενες αγωγές, ώστε να μάθουν περισσότερα. Την ίδια ώρα οι γιατροί υφίστανται τεράστια χρονική πίεση, αφού δέχονται περισσότερους ασθενείς και διαθέτουν λιγότερο χρόνο από ποτέ, πράγμα που σημαίνει ότι συχνά η επικοινωνία γιατρού–ασθενούς διακόπτεται και παρακωλύεται. Κατά μέσο όρο, οι ασθενείς μιλούν για 12 έως 18 δευτερόλεπτα πριν τους διακόψει ο γιατρός τους. Με το τοπίο της υγειονομικής περίθαλψης να αλλάζει και την τεχνολογία να δίνει καλύτερη πρόσβαση στην πληροφόρηση από ποτέ, ο ουσιαστικός αμφίδρομος διάλογος γιατρού–ασθενούς είναι σημαντικότερος από ποτέ.
Στις 20 Ιουνίου στο Άμστερνταμ, η Boehringer Ingelheim, διοργάνωσε μια εκδήλωση κατά τη διάρκεια της οποίας επισημάνθηκε η σπουδαιότητα αυτού του διαλόγου – ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση σοβαρών και χρόνιων καταστάσεων όπως είναι η κολπική μαρμαρυγή και η πρόληψη του εγκεφαλικού επεισοδίου. Στην εκδήλωση με τίτλο «ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΟΠΗ: η σπουδαιότητα του αμφίδρομου διαλόγου ανάμεσα σε γιατρούς και ασθενείς», συγκεντρώθηκαν γιατροί, ασθενείς και μια νοσηλεύτρια για να συζητήσουν το συγκεκριμένο θέμα και να ανταλλάξουν διαφορετικές αντιλήψεις και απόψεις.
Η δρ Sarah Jarvis, γενική ιατρός και μέλος του Βασιλικού Κολεγίου Γενικών Ιατρών και Υγείας των Γυναικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, μίλησε σχετικά με το τι έχει αλλάξει στη σχέση γιατρού–ασθενούς: «Γνωρίζουμε πολύ καλά τα οφέλη του ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ γιατρών και ασθενών, ιδίως υπό το πρίσμα των σημερινών τεχνολογικών και κοινωνικών αλλαγών. Οι ασθενείς θέλουν να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή και περισσότερο έλεγχο, γι’ αυτό υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα σε αυτή την από κοινού λήψη αποφάσεων, ανάμεσα στα οποία είναι και η καλύτερη συμμόρφωση στη θεραπεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν από έρευνες το 50% των ασθενών ενημερώνεται από το ίντερνετ πριν μιλήσει με το γιατρό του. Ο κόσμος είναι απελπισμένος. Σημαντικό είναι επίσης το ποσοστό του 50% των ερωτηθέντων σε έρευνα ότι δεν θυμούνται τι ακριβώς τους είπε ο γιατρός. Η μεγάλη ανάγκη όμως των ασθενών είναι ο γιατρός να τους ακούει».
«Ο ανοικτός διάλογος με τους ασθενείς μας είναι κάτι που θα πρέπει να αγκαλιάσουμε εμείς ως γιατροί», είπε ο καθηγητής John Eikelboom, επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου McMaster του Καναδά, ο οποίος ήταν κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση. «Όταν ένας ασθενής με ρωτάει “Γιατί;”, αυτό δεν μου δείχνει μόνο ότι ο ασθενής αυτός συμμετέχει στον διάλογο τη συγκεκριμένη ημέρα, αλλά ότι ενδιαφέρεται ουσιαστικά να καταλάβει την κατάστασή του και θα συμμετέχει ενεργά στο θεραπευτικό του σχήμα – βελτιώνοντας σημαντικά τις προοπτικές ανάκαμψης της υγείας του. Δυστυχώς το 50% των ασθενών δεν μπορούν να ονοματίσουν την κατάστασή τους. Αυτό που προσπαθώ να καταλάβω είναι τι γνωρίζει ο ασθενής για την κατάστασή του και τι καταλαβαίνει ο ασθενής για την κατάστασή του.
Στο κομμάτι της πληροφόρησης μπαίνει και ο πολύ σημαντικός ρόλος των ΜΜΕ. Το να μπορεί ο ασθενής να βρει έγκυρες πληροφορίες για την ασθένεια του και την προτροπή ν απευθυνθεί σ΄ ένα εξειδικευμένο γιατρό. Αυτό περιμένουμε από εσάς. Να γίνουν γνωστά τα συμπτώματα μέσα από τα άρθρα σας και να αφυπνιστεί ο κόσμος για να κατανοήσει που οδηγούν τα συμπτώματα αυτά.».
Η επιθυμία για γνώση είναι μια πραγματικότητα. Σε έρευνα και σε ποσοστό 46% οι ασθενείς ανέφεραν ότι έψαξαν ή ζήτησαν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πάθησή τους.
Περιγράφοντας πώς έμαθε για την πάθησή του και μιλώντας για την επικοινωνία που είχε με τον γιατρό του σχετικά, ο Klaas de Groot από την Ολλανδία ανέφερε τα εξής: «Το πρώτο μου επεισόδιο ΚΜ το έπαθα όταν ήμουν περίπου 68 ετών. Σχηματίστηκε ένας θρόμβος που μεταφέρθηκε στον εγκέφαλο και μου προκάλεσε εγκεφαλικό επεισόδιο. Τότε δεν γνώριζα ακόμα ότι πάσχω από ΚΜ. Έτσι, είδα αρκετούς ειδικούς που εξέτασαν αρκετά πιθανά αίτια πριν μου τεθεί τελικά η διάγνωση της ΚΜ. Αρχικά, οι γιατροί απέδωσαν το εγκεφαλικό μου στην υψηλή χοληστερόλη. Όμως εγώ είμαι φανατικός δρομέας κι αυτό δεν μου φαινόταν λογικό. Έτσι, αναζήτησα επιπλέον απαντήσεις και τελικά ανακαλύψαμε με τον γενικό γιατρό μου ότι πάσχω από υποκείμενη KM.
Άρχισα να παίρνω αντιπηκτική αγωγή για να αντιμετωπίσω την πάθησή μου και συνέχισα να ενημερώνομαι για τις τελευταίες εξελίξεις στον συγκεκριμένο θεραπευτικό τομέα. Με δική μου πρωτοβουλία ρωτούσα τον γιατρό μου σχετικά με τα διαθέσιμα αντιπηκτικά, όσον αφορά τις αλληλεπιδράσεις και την ευκολία χρήσης τους, και για το πώς αντιμετωπίζονται οξείες καταστάσεις όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις και τα ατυχήματα, τότε που είναι αναγκαίο να σταματήσει η αιμορραγία.»
Στην εκδήλωση μίλησε επίσης η Ineke Baas-Arend, νοσηλεύτρια στο Νοσοκομείο Martini, στο Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας, που τόνισε ότι σημαντικό ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο ταξίδι της υγειονομικής περίθαλψης ενός ασθενούς – όχι μόνο ο γιατρός και ο ίδιος ο ασθενής. «Ως νοσηλεύτρια δεν βλέπω απλά μεγάλο αριθμό ασθενών, αλλά αλληλεπιδρώ και με τον ευρύτερο κύκλο τους – τους φίλους και τους συγγενείς τους. Πάντοτε ενθαρρύνω τους φίλους και τους συγγενείς να συνοδεύουν τον ασθενή στις ιατρικές επισκέψεις, επειδή έτσι θα δοθεί και σε αυτούς η ευκαιρία να κάνουν ερωτήσεις και να κατανοήσουν καλύτερα την πάθηση και τις θεραπευτικές επιλογές του αγαπημένου τους προσώπου».