Κατά τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας πολύ συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, ο θεραπευόμενος να θυμώνει με τον θεραπευτή του. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτός ο θυμός μπορεί να γίνει τόσο έντονος, που ίσως τον οδηγήσει να διακόψει τη θεραπεία του.
Πόσο η ευθύνη μιας τέτοιας εξέλιξης βαρύνει τον θεραπευόμενο ή την πάθησή του, και πόσο τον ίδιο τον θεραπευτή;
Μέσα από την εμπειρία του στην ψυχοθεραπεία ο κ. Γιώργος Παπαγεωργίου, Bsc (Psychology) University of London, MSc (Health Psychology) University of Central Lancashire, μέλος της Διεθνούς Ένωσης Σχεσιακής Ψυχανάλυσης (IARPP) – ΗΠΑ, διευθυντής και επόπτης επιστημονικού προσωπικού στην ΨΥΧΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ (psychikifrontida.gr), επισημαίνει:
«Πριν εξετάσουμε ποια ψυχικά φαινόμενα εξελίσσονται μεταξύ θεραπευόμενου – θεραπευτή, καλό είναι να αναρωτηθούμε εάν ο θεραπευόμενος έχει αντικειμενικά δίκιο! Εάν, δηλαδή, ο επαγγελματίας θεραπευτής προσπάθησε πραγματικά να τον βοηθήσει ή εάν ηθελημένα ή άθελά του δεν τον βοήθησε σωστά, αν τον εκμεταλλεύτηκε, ή εάν δεν του προσέφερε αρκετό από τον χρόνο του. Εάν αυτά τα αντιδεοντολογικά φαινόμενα αποκλειστούν, τότε θα αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε, ποιο άλλο πιθανό σενάριο σε ψυχολογικό επίπεδο μπορεί να εξελίσσεται με τον θεραπευόμενο».
Οι «σκόπελοι» της Ψυχοθεραπείας
Η ψυχοθεραπεία γενικά περνάει από πολλά στάδια και προβλήματα, με το βασικότερο να είναι, μια αναγκαστική περίοδος που μεσολαβεί και κατά την οποία οι πάσχοντες θα μετακινηθούν σε μία “καταθλιπτική θέση”.
«Αυτό το εννοούμε θεωρητικά και είναι δύσκολο θέμα. Συχνά όμως όντως πραγματοποιείται μία περίοδος «κατάθλιψης», η οποία – ειδικά σε βεβαρυμμένες καταστάσεις, όπως είναι οι ψυχοπαθητικοί ασθενείς – είναι μια αναπόφευκτη περίοδος κι ένα στάδιο της θεραπείας. Λυπάμαι κι εγώ που το λέω, αλλά δεν υπάρχει θεραπεία που δεν περνά από μεγάλες στεναχώριες. Όποιος θεραπευτής υποσχεθεί κάτι άλλο, τότε ίσως να «χαϊδεύει» ή να «ξεγελά» τον θεραπευόμενο», αναφέρει ο κ. Παπαγεωργίου.
Ειδικά οι ψυχοπαθητικοί ασθενείς, είναι αυτοί που εμφανίζουν τις μεγαλύτερες «συγκρούσεις» με τους θεραπευτές τους. Κι αυτό οφείλεται σε παθολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς τους, που αντιστέκονται στη θεραπεία. Η αντίσταση στη θεραπεία είναι αυτή που – επί της ουσίας – καθρεπτίζεται στη συνέχεια και μεταφέρεται ως σύγκρουση με τον θεραπευτή.
Ποια είναι τα στοιχεία, όμως, μιας ψυχοπαθητικής προσωπικότητας, που αναδύονται μέσω της ψυχοθεραπείας και ζητούν επίλυση;
Ο διευθυντής της Ψυχικής Φροντίδας, αναλύει την περίπτωση:
«Οι άνθρωποι που έχουν ψυχοπαθητική νοοτροπία – αν και η λέξη αυτή ακούγεται “βαριά” να την πεις σε κάποιον και βεβαίως είναι κοινωνικά φορτισμένη – ουσιαστικά πάσχουν στην ψυχή (ψυχο-πάθεια). Πρόκειται για ανθρώπους που δεν μπορούν να επιτύχουν συναισθηματικούς δεσμούς με συνανθρώπους τους, ενώ χρησιμοποιούν ιδιαίτερα πρωτόγονες αμυντικές πρακτικές (για παράδειγμα εξιδανικεύουν πολύ και υποτιμούν πολύ). Παρά την επικρατούσα αντίληψη, ο ψυχοπαθής δεν είναι ούτε ο “εγκληματίας”, ούτε ο “κοινωνικά απομονωμένος”. Τουναντίον πολλά άτομα με έντονη ψυχοπαθητική νοοτροπία είναι ιδιαίτερα επιτυχημένα στην εργασία τους, στην κοινωνία και στην οικογένεια. Επίσης, είναι πολύ κοινωνικά. Το πρόβλημά τους, όμως, έγκειται αλλού. Το πρόβλημά τους εντοπίζεται στο ότι δυσκολεύονται να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα», επισημαίνει ο ειδικός.
Οι «κόντρες» με τον ψυχοθεραπευτή
Υποτίμηση και εξιδανίκευση, είναι οι δύο πόλοι στους οποίους παραπαίουν συχνά οι άνθρωποι των οποίων οι δυσκολίες, τους φέρνουν συχνά σε σύγκρουση με τους θεραπευτές τους. Πολύ συνοπτικά, οι παραπάνω ακραίες εκφάνσεις εκδηλώνονται και εκπέμπονται και προς τον ψυχολόγο ή τον ψυχίατρο που θα τους προσεγγίσει.
Ο κ. Γιώργος Παπαγεωργίου, επισημαίνει ότι η υποτίμηση προς τον θεραπευτή, είναι κυρίαρχο αίσθημα: «Υποτιμούν τον θεραπευτή τους με την πρώτη ευκαιρία κι αυτή η συχνότατη υποτίμηση που εκπέμπουν δεν είναι παρά μία άμυνα. Επίσης, συχνά διακατέχονται από έντονο πείσμα. Με άλλα λόγια δεν είναι έτοιμοι για να λάβουν βοήθεια, κι αυτό δυσκολεύει τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας», αναφέρει ο ειδικός.
Από την πλευρά του άλλου πόλου, οι θεραπευόμενοι εξιδανικεύουν, επίσης, εύκολα. Είναι τα άτομα που είχαν τον «τέλειο πατέρα» που δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον θάνατό του και τον πενθούν για δεκαετίες, ή την «υπέροχη» μητέρα, ή τον «εξαιρετικό» δάσκαλο απέναντι στον οποίον όλοι οι υπόλοιποι ωχριούν, ή τον «εξαιρετικό» σύζυγο, η απώλεια του οποίου είναι αναντικατάστατη. Στην πραγματικότητα, όμως, τα παραπάνω συναισθήματα συχνά υποκρύπτουν χάος και ανασφάλεια. Συναισθήματα, τα οποία οι θεραπευόμενοι ντρέπονται να εκδηλώσουν με ειλικρίνεια στον θεραπευτή τους.
«Πολύ συχνά αρνούνται να εμπλακούν σε ψυχοθεραπεία και φεύγουν από αυτήν πολύ γρήγορα. Κι ο ασφαλέστερος τρόπος για να φύγουν είναι να … θυμώσουν με κάτι που τους λέει ή τους υποδεικνύει ο θεραπευτής, ενώ συχνά εφευρίσκουν και υποτιθέμενες “βλάβες” που έχουν υποστεί από τον θεραπευτή. Έχουν
μικρή ψυχική αντοχή και προκειμένου να βιώσουν τον εαυτό τους υποτιμητικά εξαιτίας της, προτιμούν να υποκριθούν “θυμό”. Με άλλα λόγια, θυμώνουν για να φύγουν με πιο μεγάλη ασφάλεια. Δεν φεύγουν πριν θυμώσουν!», αναφέρει ο κ. Παπαγεωργίου.
Πως μπορεί να λάβει βοήθεια ένας άνθρωπος που αρνείται τη θεραπεία
Ποια είναι τα εργαλεία του ειδικού, όμως, για να βοηθήσει έναν άνθρωπο που αρνείται να λάβει βοήθεια; Σημαντική είναι η στάση του ίδιου του ειδικού, αναφέρει ο Διευθυντής της Ψυχικής Φροντίδας και τονίζει ότι ο ψυχολόγος δεν θα πρέπει να «τρωθεί» από το παιχνίδι της «υποτίμησης» που προσπαθεί να εισάγει στη σχέση ο ασθενής:
«Ο ειδικός πρέπει να είναι τόσο σθεναρός μέσα του, ώστε να δείξει γενναιότητα απέναντι στον ασθενή και να αντέξει την επιθετικότητα ή και την αγένειά του. Δυστυχώς, πάντως, η πρόγνωση θεραπείας για το ψυχοπαθητικό είναι φτωχή, καθώς αυτός θα εγκαταλείψει πάρα πολύ εύκολα την προσπάθεια. Διότι αν και δεν αντέχει αυτό που ζει, φοβάται και την κάθε προσπάθεια αλλαγής χαρακτήρα. Αλλά και δυσκολεύεται να δεχθεί το ψυχικό κέρδος του από την αλλαγή ζωής και νοοτροπίας. Θα πρέπει μέσα από επιμονή κι υπομονή, να πειστεί για αυτό», καταλήγει ο κ. Γιώργος Παπαγεωργίου.