Ο αριθμός των προσφύγων που φτάνουν στα ελληνικά νησιά εξακολουθεί να αυξάνεται, φτάνοντας ημερησίως κατά μέσο όρο τις 1.000 αφίξεις. Από την αρχή του έτους (έως τις 3 Ιουλίου), 77.100 άνθρωποι έφτασαν μέσω θαλάσσης στην Ελλάδα. Σχεδόν το 60% είναι πρόσφυγες από τη Συρία, ενώ οι υπόλοιποι έρχονται από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Ερυθραία και τη Σομαλία. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μια πρωτοφανή προσφυγική κρίση.
Την Τρίτη το πρωί, ένα σκάφος που έφυγε από την Τουρκία με περισσότερους από 40 πρόσφυγες ανετράπη ανάμεσα στο Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι. Σύμφωνα με το ελληνικό Λιμενικό Σώμα, στο πλαίσιο ελληνικών και τουρκικών σωστικών επιχειρήσεων διασώθησαν 19 άτομα. Οχτώ άτομα διέσωσε το ελληνικό λιμενικό και έντεκα το τουρκικό λιμενικό σώμα. Έχουν ανασυρθεί πέντε σωροί και έως και 16 άτομα αγνοούνται ακόμα, ενώ υπάρχει ο φόβος ότι έχουν πνιγεί.
Η ρευστή οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τους αυξανόμενους αριθμούς των νέων αφίξεων, επιφέρουν τεράστια πίεση στις μικρές κοινότητες των νησιών, που δεν έχουν τις βασικές υποδομές και υπηρεσίες για να ανταποκριθούν επαρκώς στις ολοένα αυξανόμενες ανθρωπιστικές ανάγκες. Ο αριθμός των ανθρώπων που καταφτάνουν είναι πλέον τόσο μεγάλος, και παρόλες τις προσπάθειες, οι αρχές και οι τοπικές κοινότητες δεν μπορούν πλέον να ανταπεξέλθουν. Είναι αναγκαίο να υπάρξει επείγουσα ανταπόκριση από την Ευρώπη προτού η κατάσταση επιδεινωθεί περισσότερο.
Στο νησί της Λέσβου στο βόρειο Αιγαίο, ο αριθμός των νεοαφιχθέντων υπερβαίνει κατά πολύ τη χωρητικότητα του κέντρου ταυτοποίησης υπό την ευθύνη της αστυνομίας στη Μόρια. Περισσότεροι από 3.000 πρόσφυγες ζουν αυτή τη στιγμή σε δυσμενείς συνθήκες στον αυτοσχέδιο καταλισμό που έχει στηθεί στο Καρά Τεπέ, ενώ 1.000 άτομα μένουν σε σκηνές έξω από τις εγκαταστάσεις στη Μόρια. Υπάρχουν ελλείψεις σε ιατροφαρμακευτική βοήθεια, τρεχούμενο νερό, εγκαταστάσεις υγιεινής και προστασία από τις υψηλές θερμοκρασίες. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.) έχει ήδη εκφράσει την ανησυχία της για την ευημερία των προσφύγων, συμπεριλαμβανομένων των εγκύων και των παιδιών, που αναγκάζονται να περπατούν έως και 60 χλμ. μέσα από τα βουνά για να φτάσουν στην κεντρική πόλη του νησιού, τη Μυτιλήνη. Η Υ.Α. χαιρετίζει την πρόσφατη τροποποίηση της ελληνικής νομοθεσίας, που θα απαλλάσσει από τη δίωξη, υπό ορισμένους όρους, όσους μεταφέρουν παράτυπα εισερχόμενους, και είναι έτοιμη να βοηθήσει τις αρχές να βρουν μια λύση στο ζήτημα της μεταφοράς των προσφύγων.
Η Υ.Α., μέσω του εταίρου της ΜΕΤΑΔΡΑΣΗ, έχει διαθέσει προσωρινά διερμηνείς στην αστυνομία προκειμένου να επιταχυνθούν οι διαδικασίες καταγραφής στη Λέσβο, η οποία συνεχίζει να δέχεται τον υψηλότερο αριθμό αφίξεων. Στη Σάμο, η διανομή φαγητού διεκόπη αυτή την εβδομάδα λόγω καθυστερήσεων στην πληρωμή των προμηθευτών και λόγω έλλειψης ρευστότητας. Ο στρατός προσωρινά παρενέβη για να διασφαλίσει ότι το φαγητό θα συνεχίσει να διανέμεται. Υπάρχουν αυξανόμενες εντάσεις στους χώρους φιλοξενίας σε κάποια νησιά, μεταξύ άλλων και στη Σάμο, καθώς η συμφόρηση στη διαδικασία καταγραφής έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερους χρόνους αναμονής σε συνθήκες που επιδεινώνονται συνεχώς.
Παρά την αβέβαιη κατάσταση που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά πολλών Ελλήνων, η ανταπόκρισή τους απέναντι στους πρόσφυγες είναι ως επί το πλείστον φιλόξενη και γενναιόδωρη. Πρωτοβουλίες σε επίπεδο κοινότητας της κοινωνίας των πολιτών, μεταξύ άλλων και από τοπικές ΜΚΟ και εθελοντές, μικρές επιχειρήσεις αλλά και τουρίστες, φροντίζουν για τη συλλογή και διανομή τροφίμων, νερού, ρούχων, ακόμα και βασικής ιατρικής φροντίδας. Οι πρόσφυγες, μόλις μεταφερθούν στην Αθήνα, έχουν να αντιμετωπίσουν τις ίδιες προκλήσεις, καθώς η δυνατότητα παροχής στέγασης στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται σε μεγάλο βαθμό των αυξημένων αναγκών.
Επιπλέον προσωπικό της Υ.Α. έχει ήδη αναπτυχθεί σε πέντε τοποθεσίες στο ανατολικό Αιγαίο, προκειμένου να παρέχει συμβουλές και βοήθεια στους νεοαφιχθέντες και φροντίδα στα ασυνόδευτα παιδιά και τις ευάλωτες περιπτώσεις. Η Υ.Α., στο πλαίσιο της άμεσης ανταπόκρισης στις ολοένα και αυξανόμενες ανθρωπιστικές ανάγκες, διανέμει, μέσω του εταίρου της «Αγκαλιά» και του δήμου Λέσβου, προμήθειες σε πόσιμο νερό και ενεργειακές μπάρες. Είναι απαραίτητος τώρα ο συντονισμός με άλλους ανθρωπιστικούς φορείς προκειμένου να διασφαλιστεί μια επαρκής ανταπόκριση στις ανάγκες των προσφύγων, σε στενή συνεργασία με τις ελληνικές αρχές.
Η πλειοψηφία των προσφύγων που καταφτάνουν στην Ελλάδα συνεχίζουν το ταξίδι τους παραπέρα, προσπαθώντας να φτάσουν σε χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης μέσα από την περιοχή των δυτικών Βαλκανίων. Χώρες όπως η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ) και η Σερβία έχουν δει τον αριθμό των προσφύγων να αυξάνει δραματικά. Το πρώτο εξάμηνο του έτους, περίπου 45.000 άνθρωποι ζήτησαν άσυλο στην περιοχή, σχεδόν εννέα φορές περισσότεροι σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2014. Ωστόσο, αυτοί δεν είναι παρά ένα μέρος του συνόλου των προσφύγων που εισέρχονται στις δύο αυτές χώρες, καθώς οι περισσότεροι συνεχίζουν άμεσα το ταξίδι τους προς την Ουγγαρία και ακόμα πιο βόρεια. Εκτιμάται ότι οι μισοί πρόσφυγες από αυτούς που διασχίζουν την περιοχή δεν έχουν καταγραφεί από τις αρχές, και εκτίθενται σε περιστατικά βίας και κακομεταχείρησης από διακινητές και εγκληματικές συμμορίες. Κατά τη διάρκεια του Ιουνίου, ο αριθμός των ανθρώπων που περνούσαν καθημερινά από την Ελλάδα στη πΓΔΜ και τη Σερβία αυξήθηκε απότομα από 200 σε 1.000. Πάνω από το 90% όσων ακολουθούν αυτή τη διαδρομή προέρχονται από χώρες που παράγουν πρόσφυγες, κυρίως από τη Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Ερυθραία και τη Σομαλία.
Όπως και στην Ελλάδα, η ικανότητα των χωρών αυτών να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην παρούσα κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έχει φτάσει στα όριά της. Ενώ οι αρχές προσπαθούν να μετριάσουν την κατάσταση στήνοντας υπηρεσίες υποδοχής και καταγραφής, η Υ.Α. ανησυχεί για αναφορές σχετικά με περιστατικά όπου η συνοριακή αστυνομία εμποδίζει την είσοδο των προσφύγων στη χώρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόσφυγες ισχυρίστηκαν ότι κάποιοι αστυνομικοί χρησιμοποιούν βία και τους ωθούν πάλι πίσω στα χέρια των διακινητών. Οι ολοένα πιο αυστηρές πολιτικές επιτήρησης των συνόρων δεν αποτελούν λύση, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων της κυβέρνησης της Ουγγαρίας να χτίσει έναν φράχτη κατά μήκος των σερβικών συνόρων. Οι αναφορές για άτυπες αναγκαστικές επιστροφές στα σύνορα μεταξύ Σερβίας και πΓΔΜ και μεταξύ πΓΔΜ και Ελλάδας προκαλούν ανησυχία, καθώς οι πρακτικές αυτές θέτουν τους πρόσφυγες σε μεγαλύτερο κίνδυνο και αντιτίθενται στις νομικές υποχρεώσεις των κρατών. Οι πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων γυναίκες και μικρά παιδιά, συχνά καταλήγουν εγκλωβισμένοι κατά μήκος των συνόρων, χωρίς προστασία και χωρίς πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως φαγητό, νερό και είδη προσωπικής υγιεινής.
Η κατάσταση αυτή απαιτεί μια συλλογική και μακροπρόθεσμη ανταπόκριση που θα βασίζεται στις αρχές της ανθρωπιάς, της πρόσβασης στην προστασία, και της αυθεντικής αλληλεγγύης και επιμερισμού της ευθύνης, τόσο εντός της Ε.Ε. αλλά και με χώρες εκτός της Ε.Ε. Η Ευρώπη θα πρέπει να φανεί αντάξια της παράδοσής της στον τομέα αυτό. Η Υ.Α. χαιρετίζει τη νέα δέσμευση των κρατών μελών της Ε.Ε. για τη μετεγκατάσταση επιπλέον 20.000 προσφύγων προς την Ε.Ε. Επίσης, ελπίζει ότι θα οριστικοποιηθούν σύντομα οι λεπτομέρειες για την επανεγκατάσταση 40.000 ανθρώπων που χρήζουν προστασίας εντός της Ε.Ε., ώστε να φανεί η αλληλεγγύη προς ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ελλάδα που αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς αριθμούς αφίξεων προσφύγων. Οι προτάσεις αυτές – αν και πιο μετριοπαθείς σε σύγκριση με τις ανάγκες – είναι σημαντικά πρώτα βήματα προς μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση. Όσο οι ανάγκες εξακολουθούν να μεγαλώνουν, πρέπει και τα μέτρα αυτά να διευρύνονται. Χρειάζονται επειγόντως περισσότερες ασφαλείς και νόμιμες οδοί για να μπορούν να φτάνουν οι άνθρωποι στην προστασία στην Ευρώπη, να βελτιωθούν οι συνθήκες υποδοχής και τα συστήματα ασύλου, να υπάρξει απτή αλληλεγγύη με τις χώρες που αντιμετωπίζουν μεγάλες ροές, να υποστηριχθούν οι χώρες που γειτνιάζουν με την Ε.Ε. (κυρίως η πΓΔΜ και η Σερβία) και να βρεθούν λύσεις για τις κύριες αιτίες του αναγκαστικού εκτοπισμού. Η Υ.Α. είναι έτοιμη να συνεργαστεί με τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και τους θεσμούς, καθώς και με άλλους εταίρους, προκειμένου να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι.